- κρητιδογράφος
- οο ζωγράφος που φιλοτεχνεί κρητιδογραφίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητίδα + -γράφος (< γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… … Dictionary of Greek